- οἰχνῶ
- οἰχνέωgopres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰχνέωgopres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… … Dictionary of Greek
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
διοιχνώ — διοιχνῶ ( έω) (Α) [οιχνώ] 1. διέρχομαι, διανύω 2. περιπλανιέμαι … Dictionary of Greek
εξοιχνώ — ἐξοιχνῶ, έω (Α) εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιχνώ, παράλλ. τ. τού οίχομαι «φεύγω, εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
κατοιχνώ — κατοιχνῶ, έω (Α) εξαπλώνω σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰχνῶ «πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
οιχνεύω — οἰχνεύω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιχνώ … Dictionary of Greek
πεδοιχνώ — έω, Α βαδίζω αναζητώντας κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + οἰχνῶ «πηγαίνω ή έρχομαι, αναχωρώ», αντί *μετοιχνῶ] … Dictionary of Greek
περιοιχνώ — έω, Α κάνω θόρυβο που αντηχεί τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰχνῶ «πορεύομαι, περιέρχομαι»] … Dictionary of Greek